εφούδ

εφούδ
ἐφούδ, τὸ (Α)
εβραϊκό αρχιερατικό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταφορά στην ελλ. τού εβρ. όρου ephod].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ЕФОД — [евр. , греч. ἐφούδ, ἐφώδ], одна из наиболее важных деталей облачения первосвященника в ВЗ. Встречается в Библии 49 раз (грамматические варианты слова Исх 28. 8; 39. 5 и Ис 30. 22 см.: Meyers. 1997. P. 550). В переводе LXX евр. слово переведено… …   Православная энциклопедия

  • εφώδης — ἐφώδης, ὁ (Α) εφούδ, αρχαίο εβραϊκό ένδυμα, τού οποίου η κατασκευή και η διακόσμηση διέφεραν ανάλογα με το ιερατικό αξίωμα αυτού που τό φορούσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου βλ. λ. εφούδ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”